- λεπτόσωμος
- -η, -ο (AM λεπτόσωμος, -ον)αυτός που έχει λεπτό σώμα, λεπτοφυής, ισχνόςνεοελλ.το αρσ. ως ουσ.1. βοτ. γένος κορακόμορφων πτηνών2. ανθρωπολ. άτομο που χαρακτηρίζεται από λεπτοσωμίαμσν.(για τον αέρα) αυτός που έχει αραιή σύσταση.
Dictionary of Greek. 2013.